χρησίμων

χρησίμων
χρήσιμος
useful
fem gen pl
χρήσιμος
useful
masc/neut gen pl
χρήσιμος
useful
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… …   Dictionary of Greek

  • Suda — Die Suda (altgr. ἡ Σοῦδα) ist das umfangreichste erhaltene byzantinische Lexikon; es entstand vermutlich um 970. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Quellen 3 Titel …   Deutsch Wikipedia

  • ФЕОН —    • Theon,          Θέων, так называлось до 14 софистов, риторов, математиков и т. д. Самые замечательные были:        1. Aelius Theon, платоник из Александрии, писал комментарии к Ксенофонту, Исократу и Демосфену. Не вполне сохранилась его… …   Реальный словарь классических древностей

  • Theon — Theon, 1) griechischer Maler aus Samos im 4 Jahrh. v. Chr.; er malte u.a. den Orestes in seinem Wahnsinn. 2) Th. Smyrnensis, griechischer Mathematiker, aus Smyrna, gegen 117 v. Chr., Platoniker, wendete seine mathematischen Kenntnisse auf… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • ανάγλυφο — I (Τεχν.).Γλυπτή παράσταση πάνω σε επίπεδη επιφάνεια. Γενικά, α. ονομάζεται το έργο τέχνης που φιλοτεχνείται σε πλάκα από μάρμαρο ή χαλκό ή, πιο σπάνια, άργυρο, χρυσό ή ελεφαντόδοντο.Η αδιάρρηκτη σύνδεση της εικόνας με την επίπεδη επιφάνεια, που… …   Dictionary of Greek

  • αυτοφαγία — η τρόπος διατήρησης στη ζωή φυτικού ή ζωικού οργανισμού που συνίσταται στην απορρόφηση των λιγότερο χρήσιμων οργάνων του για να τραφεί …   Dictionary of Greek

  • βραχυκύκλωμα — Η σύνδεση των πόλων μιας ηλεκτρικής πηγής, υπολογίσιμης διαφοράς δυναμικού, με αγωγό αμελητέας ηλεκτρικής αντίστασης. Η λέξη έχει αποκτήσει ευρύτερη έννοια και περιγράφει την αύξηση της έντασης του ρεύματος σε μια ηλεκτρική συσκευή ή εγκατάσταση… …   Dictionary of Greek

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”